Η έντονη παρουσία της Αρχαίας Ομόλης, υποδηλώνεται ακόμη απο τη λειτουργία του νομισματοκοπείου της, που ήταν απο τα σπουδαιότερα της κεντρικής Ελλάδας και η ύπαρξη του οποίου, σύμφωνα με ευρύματα φτάνει ώς τον 3ο π.Χ. αιώνα. Έτσι δεν είναι τυχαίο που αρκετοί συγγραφείς, όπως ο Στράβωνας, ο Παυσανίας και ο Απολλώνιος, χαρακτηρίζουν στα γραπτά τους με το όνομά της Ομόλης ολόκληρο το βόρειο τμήμα της Όσσας.
Τα ερείπια της αρχαίας Ομόλης, παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον, ενώ τα ευρήματα απο ανασκαφές που έγιναν, φιλοξενούνται σήμερα στο Μουσείο του Βόλου και σε άλλα μουσεία της Ελλάδας. Ιστορικό και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης και το πέτρινο γεφύρι του Ομολίου, στη θέση Περαταριά - που γεφύρωνε τον Πηνειό με 13 τόξα σε μήκος 200 μ. και αναστηλώθηκε απο τον Οσμάν Πασά το 1730.
Η Αρχαία Πόλη του Ομολίου κτίστηκε μεταξύ δύο ρεμάτων: του ρέματος Κούτρας ( η Κουλιαλή) που είναι στην ανατολική πλευρά της πόλεως και του ρέματος Αγίας Παρασκευής στη δυτική πλευρά της πόλεως. Τα δύο αυτά φαράγγια συγκλίνουν προς το υψηλότερο σημείο, όπου σήμερα υπάρχει το εξωκλήσι του προφήτη Ηλία, θέση στην οποία τοποθετείται η ακρόπολη του Ομολίου. Το απότομο των δύο ρεμάτων ενισχύθηκε με συμπληρωματικά οχυρωματικά έργα, όπως εκσκαφές και τείχη, εξασφαλίζοντας την προστασία της πόλης από εχθρικές επιδρομές. Στη χαμηλότερη περιοχή όπου καταλήγουν οι λόφοι, είχαν γίνει εκσκαπτικά έργα σε όλη την έκταση που περιέχεται μεταξύ των δύο ρεμάτων, έτσι ώστε να διαμορφωθεί απότομη χωμάτινη τομή ύψους 10 έως 15 μέτρων.
Αυτή η προστατευτική οχυρωματική τομή ενισχύθηκε περιμετρικά σε διάφορα σημεία με τείχος. Τα τείχη, που είχαν πάχος κυμαινόμενο γύρω στα δύο μέτρα, ήταν κατασκευασμένα από ξηρολιθία και όπως προκύπτει από διασωθέν μικρό τμήμα, πρέπει να ήταν πολύ καλής κατασκευής. Η πόλη χωριζόταν με τείχη σε τρεις τουλάχιστον ζώνες. Τα τείχη της ακροπόλεως κατασκευάστηκαν στα χείλη απότομου τοποθεσίας σύμφωνα με τη μορφολογία του εδάφους. Ίχνη αυτών των τειχών υπάρχουν σε αρκετά σημεία και σήμερα.
Στο υψηλότερο σημείο και σε απόσταση 30 μέτρων από το εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, έγινε εκσκαφή βάθους 10 περίπου μέτρων και μήκος γύρω στα 40 έτσι ώστε να απoκοπεί η ισοϋψής συνέχεια της ράχης του βουνού. Δημιουργήθηκε μια τεχνητή εγκοπή μεταξύ των δύο φαραγγιών ενισχυμένη βέβαια με ανάλογο τείχος όπως διαπιστώνεται από τα υπάρχοντα λείψανα στην τοποθεσία αυτή. Τα τείχη χρονολογούνται ότι ανήκουν στον Ε΄ π.Χ. αιώνα. Κτίσματα υπήρχαν και εκτός των τειχών της πόλεως και κυρίως στη βουνοπλαγιά που περιέχεται μεταξύ των ρεμάτων: της Αγίας Παρασκευής και του Μεγάλου Ρέματος. Στην περιοχή αυτή υπήρχε και οικισμός ενώ σημαντικά οικοδομήματα υπήρχαν στο ύψωμα «κοκκκινόχωμα».
Το αρχαίο Ομόλιο ανέπτυξε μια εξόχως υψηλή αγγειοπλαστική τέχνη. Στις υπώρειες της πόλεως κοντά στον Πηνειό υπήρχαν εργαστήρια κατασκευής πήλινων αντικειμένων. Ένα τέτοιο εργαστήριο - κεραμοποιείο είχε επισημανθεί κατά την εκσκαφή ενός ιδιωτικού πηγαδιού στη δυτική είσοδο της κοινότητας του Ομολίου. Ένα από αυτά τα εργαστήρια κεραμικής τέχνης ανήκε σε κάποιον Μένωνα όπως προκύπτει από την κυκλική σφραγίδα που έθετε στα κατασκευαζόμενα είδη και ένα άλλο σε κάποιον Θεόδοτο. Οι τεχνίτες έπαιρναν το χώμα από την τοποθεσία «κοκκινόχωμα». Εκεί έβρισκαν κατάλληλο χώμα για την κατασκευή διαφόρων κεραμικών ειδών, όπως αγαλμάτων, αμφορέων, κεραμικών και άλλων ειδών οικιακής χρήσεως. Μεταξύ των κεραμικών αντικειμένων που βρέθηκαν στο αρχαίο Ομόλιο εντύπωση προκαλεί ένα πήλινο πέλμα, δεξιού ποδός, μήκος 95 εκατοστών. Αυτό ανήκει σε άγαλμα ύψους πέντε μέτρων περίπου και πιθανολογείται ότι αναπαριστά το Δία διότι φέρει στην κνήμη ανάγλυφο κεραυνό.
Όλα τα σπίτια της αρχαίας πόλεως ήταν κεραμοσκεπή. Αυτό μαρτυρεί το πλήθος των κεραμικών συντριμμάτων που παρατηρούνται σήμερα σε όλη την έκταση της πόλης. Η υδροδότηση γινόταν από πήγες που υπήρχαν εντός των τειχών της πόλεως, από τον Πηνειό με στάμνες (λαγήνια) και από την ορεινή πηγή «μάνα νερό» που υπάρχει και σήμερα. Ολόκληρη η περιοχή της Ομόλης, από τα Τέμπη μέχρι το Στόμιο, ήταν κατάφυτη από δάση. Υπήρχαν πολλές πηγές με τρεχούμενα νερά και φύτρωνε πολύ πράσινο που κάλυπτε μέχρι τις εισόδους τις σπηλιές του Ομολίου. Αυτό εντυπωσίασε τον τραγικό ποιητή Ευριπίδη ο οποίος έζησε στην Μαγνησία και στη Μακεδονία όπου και ετάφη.
Πολλές από αυτές τις πηγές της Ομόλης υπάρχουν μέχρι και σήμερα. Μπορούμε να πούμε ότι η φθίνουσα απόδοση τους και η εξαφάνιση των περισσοτέρων, άρχισε από την δεκαετία του 1950 και εντεύθεν. Εξακολουθεί όμως να υπάρχει και σήμερα με μικρή απόδοση η βασική τροφοδότρια πηγή του αρχαίου Ομολίου, που είναι γνωστή στους κατοίκους με το όνομα «Μάνα του Νερού».
Από τις υπάρχουσες σπηλιές οι μεγαλύτερες είναι: α) της Αγίας Παρασκευής, που βρίσκεται εντός της αρχαίας πόλης, β) της Μπακότρυπας, η οποία έχει οριζόντιο βάθος περίπου 40 μέτρων και γ) της Καλογερικής, που το όνομα της δηλώνει ότι κάποτε χρησιμοποιήθηκε ως ασκητήριο μοναχισμού.
Η βόρεια πλευρά της Όσσας έχει έδαφος φιλόξενο και κατάλληλο για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Στο Θεόκριτο η Ομόλη αναφέρεται ως τόπος προσφιλής και αγαπητός. Άλλα και ο περιηγητής Παυσανίας χαρακτηρίζει το όρος της Ομόλης πολύ γόνιμο. Το πράσινο εδώ είναι και σήμερα αξιόλογο. Στην αρχαιότητα τα δάση της περιοχής αυτής ήταν πολύ πυκνά και μεγάλα. Μάλιστα όπως μας πληροφορεί ο Πτολεμαίος ο Ηφαιστίωνος ή Χέννος, η ξυλεία για την κατασκευή του πλοίου Αργώ που χρησιμοποίησαν οι αργοναύτες, κόπηκε από τα δάση της Όσσας. Σ' αυτό λοιπόν το ωραίο φυσικό τοπίο ήκμασε το Ομόλιον. Από τα συλλεγέντα αρχαιολογικά ευρήματα (Μουσεία Βόλου, Λαρίσης) αποδεικνύεται ότι το Ομόλιο ανέπτυξε αξιόλογο πολιτισμό. Ήταν ο τόπος όπου συνυπήρχαν οι αντιπρόσωποι των γειτονικών φυλών, Μαγνητών, Περραιβών, Φθιωτών, οι οποίοι είχαν συνάψει ένσπονδον συμμαχίαν.
Η ανυπαρξία περιγραφικών στοιχείων για την καθημερινή ζωή των πολιτών του Ομολίου στη μακραίωνη ιστορική του πορεία, μπορεί να συμπληρωθεί εν μέρει αξιολογώντας το πλήθος των ευρεθέντων νομισμάτων και άλλων αντικειμένων που παραδόθηκαν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες.
Πλούσια επίσης είναι και τα ταφικά ευρήματα του Ομολίου. Στους αποκαλυφθέντες τάφους της πρωτογεωμετρικής περιόδου άλλα και σε νεώτερους χρονολογικά, ήτοι του Δ΄ π.Χ. αιώνος, περιέχεται σημαντικός αριθμός χρυσών κοσμημάτων, αγγείων και λοιπών κτερισμάτων, τα οποία φέρουν τα κατασκευαστικά γνωρίσματα της αντίστοιχης περιόδου. Διαπιστώθηκε ακόμα ότι τόσο οι παλιότεροι τάφοι όσον και οι του Δ΄ αιώνα περιείχαν μέχρι και πέντε ανθρώπινους σκελετούς. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί την συνέχεια για αιώνες του ομαδικού ταφικού εθίμου της πόλεως. Ολόκληρη η έκταση της κάτω πόλεως του αρχαίου Ομολίου καλλιεργούνταν μέχρι το πρόσφατο παρελθόν με αμπέλια. Κατά το σκάψιμο βρέθηκε πλήθος τάφων μικρών διαστάσεων που περιείχαν τα γνωστά «λαγύνια με στάχτυ». Πρόκειται ασφαλώς για τεφραδόχους από την καύση των νεκρών, τα οποία βέβαια κατέστρεφαν οι χωρικοί από άγνοια. Η καύση των νεκρών γινόταν σε συγκεκριμένο σημείο εκτός των τειχών της πόλεως, πλησίον του Πηνειού στην τοποθεσία «κοκκινόχωμα». Εκεί βρέθηκε η σχετική τάφρος διαστάσεων 4*4 μέτρων. Τα ευρήματα του νεκρικού αυτού εθίμου σε συνδυασμό με τα πανάρχαια ορφικά κείμενα, μας κάνουν να πιστεύουμε ότι η ίδρυση του Ομολίου μπορεί να τοποθετηθεί στους προϊστορικούς χρόνους.
Σήμερα, η περιοχή της αρχαίας πόλης του Ομολίου, πλην της ακροπόλεως, είναι διαμοιρασμένη σε πολλές μικρές χέρσες ιδιοκτησίες. Ο επισκέπτης διακρίνει εύκολα τα θρύψαλα των κεραμικών αντικειμένων που είναι διάσπαρτα σε όλη την έκταση του εδάφους. Επίσης αρκετά λείψανα μπορούν να παρατηρηθούν πάνω στους συνοριακούς ξηρότοιχους πολλών μικρών ιδιοκτησιών. Όλα εδώ μαρτυρούν ότι η ερειπωμένη αρχαία πόλη έπεσε θύμα της άγνοιας των κατοίκων με την καλλιέργεια του αμπελιού, υποστάσα άγριο καννιβαλισμό. Στα υψηλότερα σημεία της πόλης η καταστροφή συμπληρώθηκε από τις κατολισθήσεις του εδάφους. Έτσι τώρα ο επισκέπτης βαδίζει πάνω στα συντρίμματα του ιστορικού παρελθόντος.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι η ζωή στο Ομόλιο συνεχίσθηκε τουλάχιστον μέχρι τους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το σημαντικότερο ιστορικό συμβάν της περιόδου αυτής, το οποίο μπορεί να επικεντρώσει την προσοχή μας ως το πλέον πιθανό αίτιον καταστροφής του Ομολίου, είναι η επιδρομή των Γότθων και η εμφάνιση αυτών στην ανατολική περιοχή των Τεμπών. Το Ομόλιο με τα πολλά του ιερά και τη φήμη της ιεράς πόλεως ασφαλώς θα υπέστη τότε βιβλική καταστροφή διότι ήταν πάνω στο δρόμο που πέρασαν οι Γότθοι.